περινοώ

περινοώ
-έω, ΜΑ [νοώ]
1. σκέπτομαι προσεκτικά, στοχάζομαι (α. «περινοῶν πάντα τὸν κίνδυνον», Πλούτ.
β. «περινοοῡντί μοι τὰ σπουδαῑα», Τατιαν.)
2. συλλαμβάνω με τον νου, σχηματίζω μια άποψη («ἐν ἰδιωτικῇ λέξει μεγάλα περινοοῡντος», Ωριγ.)
3. εξαπατώ («ἀνεξίτητον ἑαυτῷ περινοήσας ὁδόν», Ευσ.)
αρχ.
κάνω έξυπνες επινοήσεις ή καταρτίζω μεγαλόπνοα σχέδια (α. «περινοεῑν άπαντα», Αριστοφ.
β. «μεγάλα ταῑς ἐλπίσι περινοῶν Φίλιππος», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περινοῶ — περινοέω contrive cunningly pres subj act 1st sg (attic epic doric) περινοέω contrive cunningly pres ind act 1st sg (attic epic doric) περινοέω contrive cunningly pres subj act 1st sg (attic epic doric) περινοέω contrive cunningly pres ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περινενοημένως — Α επίρρ. με περίνοια, με περίσκεψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. περινενοημένος τού περινοῶ] …   Dictionary of Greek

  • περινοητικός — ή, όν, Α [περινοώ] 1. προσεκτικός 2. διεξοδικός 3. πανούργος …   Dictionary of Greek

  • περινόησις — ήσεως, ἡ, Α [περινοώ] 1. περίνοια, σύνεση 2. επίμονη σκέψη …   Dictionary of Greek

  • συμπερινοώ — έω, Α [περινοῶ] εξετάζω προσεκτικά συγχρόνως, μελετώ κάτι μαζί με κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”